- ανακατατάξιμος
- -η, -οαυτός που έχει τα προσόντα και τα δικαιώματα για ανακατάταξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατάταξη (-ις). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακατάταξη — η 1. η εκ νέου κατάταξη, πληρέστερη και ακριβέστερη κατάταξη 2. εθελοντική εκ νέου κατάταξη στον στρατό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακατατάσσω. ΠΑΡ. ανακατατάξιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek